électrochimique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ.ʃi.mik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
électrochimique | électrochimiques |
électrochimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
électrochimique | électrochimiques |
électrochimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό