Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ⋅sta.tik/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électro-statique électro-statiques

électro-statique (fr) θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  électrostatique