Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁi.fje/

électrifier (fr)

la commune a été électrifiée récemment - η κοινότητα ηλεκτροδοτήθηκε πρόσφατα

Συγγενικά

επεξεργασία