Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
électrifier
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.lɛk.tʁi.fje
/
Ρήμα
επεξεργασία
électrifier
(fr)
ηλεκτροδοτώ
la commune a été
électrifiée
récemment - η κοινότητα
ηλεκτροδοτήθηκε
πρόσφατα
Συγγενικά
επεξεργασία
électrification
électricité
électrocuter
électron
électronique
électrique
électriquement