Ετυμολογία

επεξεργασία
électrocuter < → δείτε τις λέξεις électro- και exécuter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ.ky.te/

électrocuter (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία