éléphant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éléphant | éléphants |
éléphant (fr) αρσενικό
- il a une mémoire d'éléphant - Έχει μνήμη ελέφαντα (πολύ μεγάλη μνήμη)
Δείτε επίσης : elephant |
ενικός | πληθυντικός |
éléphant | éléphants |
éléphant (fr) αρσενικό