Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɡa.li.ta.ʁism/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
égalitarisme égalitarismes

égalitarisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη égaler