éducable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éducable < éduquer
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éducable | éducables |
éducable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
éducable | éducables |
éducable (fr) αρσενικό ή θηλυκό