Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
échalas échalass

échalas (fr) αρσενικό

  • ο στύλος για την υποστήριξη νεαρού δενδρυλλίου