Ετυμολογία

επεξεργασία
ébrouement < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.bʁu.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ébrouement ébrouements

ébrouement (fr) αρσενικό