ébrouement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébrouement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébrouement | ébrouements |
ébrouement (fr) αρσενικό
- βαθειά εκπνοή, είδος φταρνίσματος ζώων
ενικός | πληθυντικός |
ébrouement | ébrouements |
ébrouement (fr) αρσενικό