ébauchage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ébauchage < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ébauchage | ébauchages |
ébauchage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
ébauchage | ébauchages |
ébauchage (fr) αρσενικό