Ετυμολογία

επεξεργασία
ébauchage < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.bo.ʃaʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ébauchage ébauchages

ébauchage (fr) αρσενικό