Ετυμολογία

επεξεργασία
ébénier < ébène

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.be.nje/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ébénier ébéniers

ébénier (fr) αρσενικό