ébénier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébénier < ébène
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébénier | ébéniers |
ébénier (fr) αρσενικό
- το δέντρο έβενος
ενικός | πληθυντικός |
ébénier | ébéniers |
ébénier (fr) αρσενικό