Ετυμολογία

επεξεργασία
çaj < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چای (çay) στη σημασία: τσάι < κινεζική (chá, σε διαλέκτους: tê)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

çaj (sq)