Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐκλεκτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εκλεκτός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἐκλεκτ
ός
ἡ
ἐκλεκτ
ή
τὸ
ἐκλεκτ
όν
γενική
τοῦ
ἐκλεκτ
οῦ
τῆς
ἐκλεκτ
ῆς
τοῦ
ἐκλεκτ
οῦ
δοτική
τῷ
ἐκλεκτ
ῷ
τῇ
ἐκλεκτ
ῇ
τῷ
ἐκλεκτ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἐκλεκτ
όν
τὴν
ἐκλεκτ
ήν
τὸ
ἐκλεκτ
όν
κλητική
ὦ
!
ἐκλεκτ
έ
ἐκλεκτ
ή
ἐκλεκτ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἐκλεκτ
οί
αἱ
ἐκλεκτ
αί
τὰ
ἐκλεκτ
ᾰ́
γενική
τῶν
ἐκλεκτ
ῶν
τῶν
ἐκλεκτ
ῶν
τῶν
ἐκλεκτ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἐκλεκτ
οῖς
ταῖς
ἐκλεκτ
αῖς
τοῖς
ἐκλεκτ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἐκλεκτ
ούς
τὰς
ἐκλεκτ
ᾱ́ς
τὰ
ἐκλεκτ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἐκλεκτ
οί
ἐκλεκτ
αί
ἐκλεκτ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἐκλεκτ
ώ
τὼ
ἐκλεκτ
ᾱ́
τὼ
ἐκλεκτ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἐκλεκτ
οῖν
τοῖν
ἐκλεκτ
αῖν
τοῖν
ἐκλεκτ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐκλεκτός
<
ἐκλέγω
<
ἐκ
+
λέγω
Επίθετο
επεξεργασία
ἐκλεκτός
διαλεγμένος
,
επιλεγμένος
(
ελληνιστική κοινή
)
αγνός
,
εξαίρετος
(
ελληνιστική κοινή
)
επιλεγμένος
απ’ τον
θεό