επιλεγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιλέγω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.leɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐λεγ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
επιλεγμένος, -η, -ο
- διαλεγμένος, που έχει επιλεγεί