διαλεγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλέγω
Μετοχή επεξεργασία
διαλεγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν διαλέξει
- μπορείς να φας τα φρούτα χωρίς φόβο, είναι όλα διαλεγμένα
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλεγμένος
|