όστια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όστια | οι | όστιες |
γενική | της | όστιας | των | οστιών |
αιτιατική | την | όστια | τις | όστιες |
κλητική | όστια | όστιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- όστια < μεσαιωνική ελληνική ὄστια < hostia
Ουσιαστικό επεξεργασία
όστια θηλυκό
- ο αγιασμένος άρτος που μοιράζει η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά τη μετάληψη