Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔs.ti/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hostie hosties

hostie (fr) θηλυκό