Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάληψη οι μεταλήψεις
      γενική της μετάληψης* των μεταλήψεων
    αιτιατική τη μετάληψη τις μεταλήψεις
     κλητική μετάληψη μεταλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάληψη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μετάληψις (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μετάληψις < μεταλαμβάνω < λαμβάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάληψη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία