Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάληψῐς αἱ μεταλήψεις
      γενική τῆς μεταλήψεως τῶν μεταλήψεων
      δοτική τῇ μεταλήψει ταῖς μεταλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετάληψῐν τὰς μεταλήψεις
     κλητική ! μετάληψῐ μεταλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταλήψει
γεν-δοτ τοῖν  μεταληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάληψις < μεταλαμβάνω, μετά-ληψ- + -ις (-ψις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάληψις, -εως θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία