host
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
host | hosts |
host (en) αρσενικό (θηλυκό hostess)
- ο οικοδεσπότης
- ο διοργανωτής μιας εκδήλωσης
- (βιολογία) ο ξενιστής
- (δίκτυο υπολογιστών) ξένιος υπολογιστής [1]
- (δίκτυο υπολογιστών) ξενιστής υπολογιστής [1]
- (δίκτυο υπολογιστών) υπολογιστής ή πρόγραμμα που παρέχει υπηρεσίες
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- Dynamic Host Configuration Protocol (DHCP)
- hosts file
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | host |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hosts |
αόριστος | hosted |
παθητική μετοχή | hosted |
ενεργητική μετοχή | hosting |
host (en)
- φιλοξενώ, είμαι οικοδεσπότης
- διοργανώνω μια εκδήλωση
Σύνθετα επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
host | hosts |
Ουσιαστικό επεξεργασία
host (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
- amongst a host of (something): μέσα σε πλήθος/πληθώρα από (κάτι)
- a (whole) host of something/people/things
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ (αγγλικά) Your computer has an IP address. Did you know it has a name?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2018-08-30. Προσπέλαση 2020-08-04.
- ↑ (αγγλικά) What is the difference between a host and an end system?. Πρόσβαση 2020-04-23
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
host (cs) αρσενικό
- ο επισκέπτης, ο μουσαφίρης