Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοροπηδάω < χοροπηδ(ώ) + -άω < χορο- (< χορεύω) + πηδώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xo.ɾo.piˈða.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρο‐πη‐δά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

χοροπηδάω/χοροπηδώ, πρτ.: χοροπηδούσα/χοροπήδαγα, αόρ.: χοροπήδησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κάνω επανειλημμένα πηδήματα επί τόπου, σαν να χορεύω
  2. (κατ’ επέκταση) εκδηλώνω τη χαρά μου
    Χοροπηδάω απ' τη χαρά μου που κέρδισα το λαχείο!

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χορός και πηδάω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία