Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηδάω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πηδάω, πηδῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈða.o/

  Ρήμα επεξεργασία

πηδάω/πηδώ, πρτ.: πηδούσα/πήδαγα, αόρ.: πήδησα/πήδηξα, παθ.φωνή: πηδιέμαι, π.αόρ.: πηδήχτηκα/πηδήθηκα, μτχ.π.π.: πηδηγμένος/πηδημένος

  1. κάνω άλμα συνήθως παρακάμπτοντας κάτι ενδιάμεσο
    • λυγίζω τα πόδια μου και εκτινάσσομαι προς τα πάνω και τελικά είτε πέφτω πάλι στο ίδιο σημείο είτε σε άλλο σημείο
    • παραλείπω κάτι που βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα
      για λόγους συντομίας θα πηδήξουμε το δεύτερο κεφάλαιο και θα διαβάσουμε κατευθείαν το τρίτο
    • αλλάζω θέμα συζήτησης ξαφνικά
      δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε αν πηδάς από το ένα θέμα στο άλλο
  2. (χυδαίο) κάνω έρωτα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Με θέματα πηδ-, πηδηξ-, πηδηχτ- πηδηγ-

Με θέματα πηδ-, πηδησ-, πηδηθ- πηδη-

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηδάω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

πηδάω

  1. πηδάω
  2. (ειδικότερα) (για την καρδιά) χτυπάω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία