Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πήδημα τα πηδήματα
      γενική του πηδήματος των πηδημάτων
    αιτιατική το πήδημα τα πηδήματα
     κλητική πήδημα πηδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πήδημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πήδημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpi.ði.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πή‐δη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πήδημα

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του: πηδάω
    • η μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο παρακάμπτοντας κάποιο εμπόδιο
    • η εκτίναξη και επαναφορά στο έδαφος, στο ίδιο ή σε άλλο σημείο
    • (οικείο) η συνουσία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πηδάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πήδημᾰ τὰ πηδήμᾰτ
      γενική τοῦ πηδήμᾰτος τῶν πηδημᾰ́των
      δοτική τῷ πηδήμᾰτ τοῖς πηδήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πήδημᾰ τὰ πηδήμᾰτ
     κλητική ! πήδημᾰ πηδήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηδήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πηδημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πήδημα < πηδάω (πηδη-) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πήδημα ουδέτερο

  1. πήδημα, άλμα
    ※  χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς / πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο (Αισχύλος, Πέρσαι, 305)
  2. χτύπος της καρδιάς

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πηδάω

  Πηγές επεξεργασία