χοροπηδητό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοροπηδητό < χοροπηδώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοροπηδητό ουδέτερο ( & χοροπήδημα)
- το χοροπήδημα, το να πηδάει κανείς πάνω-κάτω συνέχεια, πάνω στο κρεβάτι ή στο πάτωμα, είτε παίζοντας είτε χορεύοντας
- Σταματήστε το χοροπηδητό γιατί θα θα ανέβει ο από κάτω και θα μας απειλήσει πάλι με έξωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
χοροπηδητό
|