Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρχάλω οι χαρχάλες
      γενική της χαρχάλως των χαρχάλων
    αιτιατική τη χαρχάλω τις χαρχάλες
     κλητική χαρχάλω χαρχάλες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρχάλω < πιθανόν χαρχαλεύω (αναδρομικός σχηματισμός) < (ηχομιμητική λέξη) χαρχαλ- + [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρχάλω θηλυκό

  1. (οικείο) ονομασία ξεχαρβαλωμένου ή γενικότερα παλιού μηχανήματος
  2. (οικείο) (μειωτικό) ανήθικη γυναίκα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία