Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικειότητα οι οικειότητες
      γενική της οικειότητας των οικειοτήτων
    αιτιατική την οικειότητα τις οικειότητες
     κλητική οικειότητα οικειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικειότητα < αρχαία ελληνική οἰκειότης (αιτιατική οἰκειότητα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ciˈo.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικειότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του οικείου, αν και σε ποιο βαθμό ένα πράγμα είναι γνωστό σε κάποιον
  2. ύφος μη επίσημο, κατάλληλο για φίλους ή ανθρώπους πολύ γνωστούς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία