Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρχαλεύω < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaɾ.xaˈle.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

χαρχαλεύω (λαϊκότροπο)

  1. ανακατεύω, ψάχνω, ψαχουλεύω
  2. γαργαλάω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία