Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειωτικός η μειωτική το μειωτικό
      γενική του μειωτικού της μειωτικής του μειωτικού
    αιτιατική τον μειωτικό τη μειωτική το μειωτικό
     κλητική μειωτικέ μειωτική μειωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειωτικοί οι μειωτικές τα μειωτικά
      γενική των μειωτικών των μειωτικών των μειωτικών
    αιτιατική τους μειωτικούς τις μειωτικές τα μειωτικά
     κλητική μειωτικοί μειωτικές μειωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειωτικός < μείωση

  Επίθετο επεξεργασία

μειωτικός

Του ζήτησε να ανακαλέσει τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία