Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεχαρβαλωμένος η ξεχαρβαλωμένη το ξεχαρβαλωμένο
      γενική του ξεχαρβαλωμένου της ξεχαρβαλωμένης του ξεχαρβαλωμένου
    αιτιατική τον ξεχαρβαλωμένο την ξεχαρβαλωμένη το ξεχαρβαλωμένο
     κλητική ξεχαρβαλωμένε ξεχαρβαλωμένη ξεχαρβαλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεχαρβαλωμένοι οι ξεχαρβαλωμένες τα ξεχαρβαλωμένα
      γενική των ξεχαρβαλωμένων των ξεχαρβαλωμένων των ξεχαρβαλωμένων
    αιτιατική τους ξεχαρβαλωμένους τις ξεχαρβαλωμένες τα ξεχαρβαλωμένα
     κλητική ξεχαρβαλωμένοι ξεχαρβαλωμένες ξεχαρβαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχαρβαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεχαρβαλώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.xaɾ.va.loˈme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

ξεχαρβαλωμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία