φορτηγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φορτηγός | η | φορτηγή | το | φορτηγό |
γενική | του | φορτηγού | της | φορτηγής | του | φορτηγού |
αιτιατική | τον | φορτηγό | τη | φορτηγή | το | φορτηγό |
κλητική | φορτηγέ | φορτηγή | φορτηγό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φορτηγοί | οι | φορτηγές | τα | φορτηγά |
γενική | των | φορτηγών | των | φορτηγών | των | φορτηγών |
αιτιατική | τους | φορτηγούς | τις | φορτηγές | τα | φορτηγά |
κλητική | φορτηγοί | φορτηγές | φορτηγά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορτηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φορτηγός < φόρτος + -ηγός (ἄγω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /foɾ.tiˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τη‐γός
Επίθετο επεξεργασία
φορτηγός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις φόρτος και άγω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορτηγός
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
φορτηγός < φόρτ(ος) + -ηγός (< ἄγω)
Επίθετο επεξεργασία
φορτηγός, -ός, -όν
Πηγές επεξεργασία
- φορτηγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φορτηγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.