Δείτε επίσης: ἐπιβατηγός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η επιβατηγός το επιβατηγό
      γενική του/της επιβατηγού του επιβατηγού
    αιτιατική τον/την επιβατηγό το επιβατηγό
     κλητική επιβατηγέ επιβατηγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβατηγοί τα επιβατηγά
      γενική των επιβατηγών των επιβατηγών
    αιτιατική τους/τις επιβατηγούς τα επιβατηγά
     κλητική επιβατηγοί επιβατηγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβατηγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβατηγός (εννοείται ναῦς [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.va.tiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βα‐τη‐γός

  Επίθετο επεξεργασία

επιβατηγός, -ός, -ό

  • που μεταφέρει επιβάτες, που προορίζεται στη μεταφορά τους
    επιβατηγό πλοίο
    επιβατηγός ναυτιλία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επιβαίνω, επί και βαίνω

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία