passenger
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
passenger | passengers |
Ουσιαστικό επεξεργασία
passenger (en)
- ο επιβάτης, η επιβάτισσα
- ↪ They checked the passengers’ luggage.
- Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
- ↪ They checked the passengers’ luggage.