φορτωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φορτωτής | οι | φορτωτές |
γενική | του | φορτωτή | των | φορτωτών |
αιτιατική | τον | φορτωτή | τους | φορτωτές |
κλητική | φορτωτή | φορτωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορτωτής < φορτώ(-νω) + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορτωτής αρσενικό