Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρτωση οι φορτώσεις
      γενική της φόρτωσης* των φορτώσεων
    αιτιατική τη φόρτωση τις φορτώσεις
     κλητική φόρτωση φορτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φορτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόρτωση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φόρτω(σις) + -ση < (φορτώ(νω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόρτωση θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του φορτώνω, η φόρτωση εμπορευμάτων
  2. (πληροφορική) η μετακίνηση αρχείων από τον υπολογιστή ενός χρήστη προς έναν κεντρικό διακομιστή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία