Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπολογιστής οι υπολογιστές
      γενική του υπολογιστή των υπολογιστών
    αιτιατική τον υπολογιστή τους υπολογιστές
     κλητική υπολογιστή υπολογιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αίθουσα υπολογιστών σε σχολείο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπολογιστής < (υπολογίζω) υπο-λογισ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calculateur
για την πληροφορική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική computer

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.lo.ʝiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐λο‐γι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπολογιστής αρσενικό

  1. (θηλυκό υπολογίστρια) αυτός που δεν ενεργεί γνήσια και αυθόρμητα αλλά πάντοτε υπολογίζοντας αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον
     συνώνυμα: συμφεροντολόγος, ιδιοτελής, υστερόβουλος
  2. (τεχνολογία) μηχανική, ηλεκτρομηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την αυτόματη εκτέλεση απλών μαθηματικών πράξεων ή σειράς αυτών
  3. (πληροφορική) ηλεκτρονικός υπολογιστής
    αρκτικόλεξο: Η/Υ
  4. (ιστορία) (επάγγελμα) άτομο που αναλάμβανε μεγάλο πλήθος υπολογισμών σε πανεπιστήμια, οργανισμούς και μεγάλες επιχειρήσεις

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • επιστήμη των υπολογιστών

Δείτε επίσης επεξεργασία

αγγλικοί όροι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία