φορμαλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορμαλιστικός < φορμαλιστής
Επίθετο επεξεργασία
φορμαλιστικός
- σχετικός με τον φορμαλισμό
- φορμαλιστική τέχνη, θεωρία, άποψη, αντιμετώπιση κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορμαλιστικός