φορμαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορμαλιστής < γαλλική formalist
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορμαλιστής αρσενικό και η φορμαλίστρια (θηλυκό)
- αυτός που συνειδητά ή ενστικτωδώς τάσσεται υπέρ του φορμαλισμού, υπέρ κυρίως των τύπων και της μορφής παρά της ουσίας σε διάφορους τομείς -τέχνης, θρησκείας κ.λπ.