φορμαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορμαλισμός < γαλλική formalisme
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορμαλισμός αρσενικό
- η υπερεκτίμηση της αξίας του τύπου σε βάρος της ουσίας
- η προσκόλληση στις φόρμες, η τυπολατρία, η εμμονή στο ήδη μορφοποιημένο και τυπικό και γενικά αποδεκτό κατά το παρελθόν ή που το καθορίζει μια ανώτερη εξουσία στο παρόν, στηριζόμενη όμως σε σχήματα του παρελθόντος
- συμπεριφορά επιτρεπτή εντός συστήματος ή μεθοδολογία που το περιγράφει