Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκόλληση οι προσκολλήσεις
      γενική της προσκόλλησης* των προσκολλήσεων
    αιτιατική την προσκόλληση τις προσκολλήσεις
     κλητική προσκόλληση προσκολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκόλληση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσκόλληση θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του προσκολλώ, συγκόλληση ή επικόλληση
  2. υπερβολική προσήλωση, εμμονή, υπέρμετρη εξάρτηση
  3. (στρατιωτικός όρος) προσωρινή τοποθέτηση ανδρών σε στρατιωτικό τμήμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία