φελλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φελλός | οι | φελλοί |
γενική | του | φελλού | των | φελλών |
αιτιατική | τον | φελλό | τους | φελλούς |
κλητική | φελλέ | φελλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φελλός < αρχαία ελληνική φελλός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φελλός αρσενικό
- αδιάβροχο υλικό με σπογγώδη μορφή, το οποίο λαμβάνεται από το φλοιό δέντρων, κυρίως, της φελλόδρυος
- (συνεκδοχικά) κυλινδρικό πώμα μπουκαλιού από το παραπάνω υλικό
- (συνεκδοχικά) κομμάτι από το παραπάνω υλικό που συγκρατεί τα διχτυα ή το αγκίστρι του ψαρά πάνω από τον πυθμένα
- (αργκό) ο ανόητος ή ο ανάξιος άνθρωπος, που επιπλέει σαν τον φελλό
Εκφράσεις επεξεργασία
- οι φελλοί πάντα επιπλέουν : οι ανάξιοι πάντα αναδεικνύονται ή επιβιώνουν
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φελλός | οἱ | φελλοί |
γενική | τοῦ | φελλοῦ | τῶν | φελλῶν |
δοτική | τῷ | φελλῷ | τοῖς | φελλοῖς |
αιτιατική | τὸν | φελλόν | τοὺς | φελλούς |
κλητική ὦ! | φελλέ | φελλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φελλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φελλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φελλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhel- (λευκός, γυαλιστερός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φελλός αρσενικό
Σύνθετα επεξεργασία
- ὁ, ἡ φελλόπους, το φελλόπουν (αυτός που έχει πόδια από φελλό)
- οἱ Φελλόποδες (αναφέρονται σε ιστορία του Λουκιανού)
- ἡ φελλόδρυς (αρκαδικό αειθαλές δέντρο πιο σκληρό από τον πρίνο)