Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Korken (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Korken)

  • το πώμα
    Ζieh den Korken raus! - Τράβα το πώμα!