Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβιώνω < επι-+ βιώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

επιβιώνω, αόρ.: επιβίωσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία