Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποδεκάμετρο τα υποδεκάμετρα
      γενική του υποδεκάμετρου των υποδεκάμετρων
    αιτιατική το υποδεκάμετρο τα υποδεκάμετρα
     κλητική υποδεκάμετρο υποδεκάμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδεκάμετρο < (καθαρεύουσα) ὑποδεκάμετρον, κατά το ὑποδιπλάσιος (μισός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décimètre, αντί του δεκατόμετρο(ν). Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + δεκάμετρο.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποδεκάμετρο ουδέτερο

  1. μικρός χάρακας, συνήθως 20 εκ. με υποδιαιρέσεις σε εκατοστόμετρα και χιλιοστόμετρα
  2. (παρωχημένο, φυσική) το δεκατόμετρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία