δεκατόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεκατόμετρο | τα | δεκατόμετρα |
γενική | του | δεκατόμετρου & δεκατομέτρου |
των | δεκατόμετρων & δεκατομέτρων |
αιτιατική | το | δεκατόμετρο | τα | δεκατόμετρα |
κλητική | δεκατόμετρο | δεκατόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεκατόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεκατόμετρο ουδέτερο