Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέκατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου δέκατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέκατο ουδέτερο

  1. το ένα από τα δέκα ίσα μέρη μιας ποσότητας
    τα δύο δέκατα (2/10) του 100 ισούνται με το 20

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δέκατο

  1. αιτιατική ενικού του δέκατος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δέκατος