Δείτε επίσης: ὑπο-, υπό, ὑπό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπο- [1]

  Πρόθημα επεξεργασία

υπο-, υπό-, υπ-, ύπ-, υφ-, ύφ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία