Δείτε επίσης: Χάρακας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χάρακας οι χάρακες
      γενική του χάρακα των χαράκων
    αιτιατική τον χάρακα τους χάρακες
     κλητική χάρακα χάρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάρακας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάραξ (πάσσαλος)[1], θέμα χαρακ-
 
Ένας χάρακας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxa.ɾa.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐ρα‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάρακας αρσενικό

  • εργαλείο για τη χάραξη ευθειών και τη μέτρηση ευθυγράμμων τμημάτων

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
χαρακ- χαραγ-, χαραξ- 

θέμα με χαρακ-

θέμα με χαρακ- + σ > χαραξ-

θέμα με χαρακ- > χαραγ-

θέμα με χαρασσ-

θέμα με χαραζ-

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία