Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραχάραξη οι παραχαράξεις
      γενική της παραχάραξης* των παραχαράξεων
    αιτιατική την παραχάραξη τις παραχαράξεις
     κλητική παραχάραξη παραχαράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραχαράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραχάραξη < (ελληνιστική κοινή) παραχάραξις < αρχαία ελληνική παραχαρράσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραχάραξη θηλυκό

  1. η παραγωγή πλαστού εγγράφου, τίτλου, ιδίως πλαστού χαρτονομίσματος ή κίβδηλου κέρματος
  2. η παραποίηση
    δεν θα δεχτούμε την παραχάραξη της ιστοριας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία