Δείτε επίσης: Χαράδρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαράδρα οι χαράδρες
      γενική της χαράδρας των χαραδρών
    αιτιατική τη χαράδρα τις χαράδρες
     κλητική χαράδρα χαράδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαράδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαράδρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαράδρα θηλυκό

  1. στενόμακρο άνοιγμα στη γη ανάμεσα σε δύο όρη καθώς (κατ’ επέκταση) η κοίτη χειμάρρου που ενίοτε βρίσκεται σ' αυτή
  2. (μεταφορικά, προφορικό) το χώρισμα στα (γυναικεία) στήθη

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαράδρα < χαράσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαράδρα θηλυκό ( & ιωνικός τύποςχαράδρη)

  1. ορμητικά νερά από βροχή που τρέχουν ακανόνιστα ανοίγοντας χειμάρρους
  2. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα
    ※  εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
    πρώονές τε καὶ χαράδραι
    Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
    και ρεματιές κοιμούνται και ψηλώματα, (Αλκμάν, Μετάφραση: Ιωάννης Θεοφάνους Κακριδής)
    Διδακτικό εγχειρίδιο: Αλκμάν με τρεις μεταφράσεις - Αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. τεχνητός αγωγός νερών

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαράσσω

  Πηγές επεξεργασία