χώρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χώρισμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρίζω, χωριζ-/χωρισ- (θέμα του χωρίζω) + -ισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χώρισμα ουδέτερο
- κάτι που χωρίζει, κάτι που υποδιαιρεί ένα πράγμα σε μέρη ή διαχωρίζει ένα πράγμα από ένα άλλο